- περιαλιφή
- περιᾰλῐφή, ἡ,A whitewashing, IG22.1672.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαλιφή — ἡ, Α επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παρλλ. τού ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ἀλείφω*, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ αλιφή)] … Dictionary of Greek